- μαίνοιντο
- μαίνομαιragepres opt mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαίνοιντ' — μαίνοιντο , μαίνομαι rage pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυμαίνοιντο — διαλῡμαίνοιντο , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαίνοιντο — λῡμαίνοιντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)